κάρπωση

κάρπωση
Η χρήση και η απόκτηση των προϊόντων που παράγει ένα αστικό ακίνητο, δηλαδή η είσπραξη των μισθωμάτων ή η ιδιοκατοίκηση καθώς και η άντληση υλικών οφελών από τα προϊόντα αγρών. Στην περίπτωση της νομής δημιουργείται εκ των πραγμάτων δικαίωμα κ. του αντικειμένου από τον νομέα, ο οποίος συμπεριφέρεται σε αυτό ως κύριος, αλλά αν δεν είναι καλής πίστης ενέχεται για την κ. απέναντι στον κύριο. Η κ. συνδέεται με την εκμετάλλευση του πράγματος, η οποία επιτρέπεται στα ελεύθερα οικονομικά συστήματα, των οποίων αποτελεί και τη βάση. Στις σύγχρονες όμως κοινωνικές εξελίξεις προβλέπονται ορισμένοι περιορισμοί, για χάρη του συντονισμού της οικονομίας, την προστασία του περιβάλλοντος ή για την ικανοποίηση άλλων αρχών που υπαγορεύονται, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, από το γενικό συμφέρον.
* * *
η (Α κάρπωσις) [καρπώ]
νεοελλ.
1. η λήψη ή η χρήση τού καρπού
2. η άντληση κέρδους, η εκμετάλλευση, η επικαρπία, η νομή
αρχ.
1. η χρησιμότητα («τὴν ἀρχὴν τῆς Ἀσίας αὑτοῑς καὶ τὴν κάρπωσιν γενέσθαι», Ξεν.)
2. η προσφορά καρπών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάρπωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καρπώνομαι, νομή, εκμετάλλευση: Έχει την κάρπωση του κτήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρπώσῃ — καρπώσηι , κάρπωσις use fem dat sg (epic) καρπόω bear fruit aor subj mid 2nd sg καρπόω bear fruit aor subj act 3rd sg καρπόω bear fruit fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροληψία — Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. είναι η μίσθωση αγροτικού κτήματος κατά την οποία το μίσθωμα για την παραχωρούμενη χρήση και κάρπωση δεν καταβάλλεται σε χρήμα, αλλά πάντοτε σε ποσοστό από τους παραγόμενους καρπούς. Ο μισθωτής αγρολήπτης… …   Dictionary of Greek

  • αγρομίσθωση — η (Νομ.) σύμβαση αμφοτεροβαρής ενοχικού δικαίου*, κατά την οποία ο εκμισθωτής αγροτικού κτήματος υποχρεούται να καταχωρήσει τούτο στον μισθωτή για χρήση και κάρπωση, σύμφωνα με τους όρους τής τακτικής εκμεταλλεύσεως, ο δε μισθωτής να τού… …   Dictionary of Greek

  • επαύρεσις — ἐπαύρεσις, η (Α) [επαυρώ] απόλαυση τού καρπού ενός πράγματος, ωφέλεια ή ζημία από κάτι, κάρπωση («ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῑσθαι», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • επικαρπία — Το εμπράγματο δικαίωμα ενός δικαιούχου (επικαρπωτή) να χρησιμοποιεί και να νέμεται ένα πράγμα ή ιδανικό μέρος πράγματος (καθώς και απαιτήσεις, ομολογίες κλπ.) που ανήκουν σε άλλο πρόσωπο και να απολαμβάνει τους καρπούς του, διατηρώντας όμως… …   Dictionary of Greek

  • καρπεία — καρπεία, ἡ (Α) [καρπεύω] 1. η απολαβή, η κάρπωση («καρπεία τῶν κρεῶν», Πολ.) 2. στον πληθ. αἱ καρπεῑαι οι μισθοί …   Dictionary of Greek

  • καρπείον — καρπεῑον, τὸ (Α) [καρπεύω] 1. ο καρπός 2. η κάρπωση …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

  • επικαρπία — η (νομ.), το δικαίωμα που δίνεται σε κάποιον να μεταχειρίζεται και να εκμεταλλεύεται ξένο πράγμα, κάρπωση, νομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”